πνέμα

πνέμα
το см. πνεύμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πνέμα" в других словарях:

  • πνέμα — το, Ν βλ. πνεύμα …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 642 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 642 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles † Date 14th century Script …   Wikipedia

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • ρέμα — το, Ν 1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου 2. χαράδρα, ρεματιά 3. φρ. α) «τον πήρε το ρέμα» καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά β) «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα* (πρβλ. πνέμα:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»